- τρισωμία
- η, Ν(βιολ.-ιατρ.) η ύπαρξη στον πυρήνα τών κυττάρων ενός οργανισμού τριών ομόλογων χρωματοσωμάτων, με αποτέλεσμα την πρόκληση συγγενών γενετικών νόσων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trisomy < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + -somy (< σώμα + κατάλ. -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.